Loading
Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου κι εγώ μόνος. Για πρώτη φορά, όντας χωρισμένος, έτοιμος να γίνω πίτα στο ποτό, να ξεχάσω, να χαθώ. Το μπαρ της πρωτεύουσας γεμάτο ζευγαράκια, φιλίες, αγκαλιές, γλώσσες να μπλέκονται.
Πίνω το τρίτο ποτό όταν μπαίνει εκείνη.
Μια γυναίκα-δηλητήριο, ντυμένη στην αμαρτία. Μαύρο φόρεμα, μίνι, σκίσιμο βαθύ, ντεκολτέ που προκαλούσε εφιάλτες. Καστανά μάτια που έλαμπαν σαν να έκρυβαν μυστικά και ένα περπάτημα αργό, βασανιστικό.
"Θα περιμένει γαμιά", σκέφτηκα και βούτηξα ξανά στο ποτό μου.
Και τότε, ο μπάρμαν μου αφήνει μπροστά μου ένα ουίσκι.
"Δεν παρήγγειλα άλλο", του λέω.
Χαμογελάει. "Κέρασμα από την κυρία απέναντι".
Σηκώνω το βλέμμα και τη βλέπω να υψώνει το ποτήρι της, ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη. Της κάνω νόημα, και της στέλνω ένα ποτό πίσω.
Έρχεται κοντά μου.
"Καλώς το μου", της λέω.
"Γεια σου".
"Είμαι ο Π. Το όνομά σου;"
"Γ."
"Χάρηκα, Γ."
"Πώς και μόνος τέτοια βραδιά;"
"Χωρισμένος και πληγωμένος", λέω με μια ειρωνική γκριμάτσα.
Γελάει. Σιγά σιγά η κουβέντα ανάβει, όπως και τα κορμιά μας. Μου χαϊδεύει το μπούτι, το χέρι μου τυλίγεται στα δικά της δάχτυλα. Τα φέρνω στα χείλη μου και τα φιλώ, ένα ένα, νιώθοντας το δέρμα της να τρέμει.
"Είσαι κούκλα", της ψιθυρίζω.
"Κι εσύ είσαι πολύ ωραίο παιδί..." απαντάει, το χέρι της να σφίγγει τον πούτσο μου, που ήδη κοντεύει να σπάσει από καύλα.
"Σε θέλω", λέει.
"Κι εγώ".
"Τι περιμένουμε τότε;"
Δεν περιμένουμε.
Πληρώνω, τη σέρνω από το χέρι έξω, τα κορμιά μας κολλημένα, φιλιά, γλώσσες, νύχια να μπήγονται. Μπαίνουμε στο αμάξι μου, και πριν καν βάλω μπροστά, την αρπάζω από τα μαλλιά και τη φιλάω βίαια. Σπαρταράει στα χέρια μου, τα δάχτυλά της χώνονται κάτω από το παντελόνι μου, χαϊδεύουν το σκληρό καυλί μου.
"Δεν μπορώ να περιμένω", ψιθυρίζει.
"Ούτε εγώ".
Βάζω μπροστά, οδηγώ σαν δαιμονισμένος μέχρι το σπίτι μου. Η πόρτα μετά βίας κλείνει και τη ρίχνω στον τοίχο. Σηκώνει τα χέρια, τα δάχτυλά μου σαρώνουν το σώμα της, κατεβάζω το φόρεμά της αργά.. Βυθίζομαι στο στήθος της, πιπιλάω τις ρώγες της.
Γονατίζει μπροστά μου. Τον ελευθερώνει. Τα μάτια της καρφώνονται πάνω του.
"Τι τέρας είναι αυτό;"
Γλείφει το κεφάλι, παίζει με τη γλώσσα της, το στόμα της ανοίγει και τον παίρνει μέσα της. Χάνω την επαφή με την πραγματικότητα. Μπαίνω στο ζεστό της στόμα, γαμάω το λαρύγγι της αργά, νιώθω το σάλιο της να κυλάει στα αρχίδια μου.
Δεν αντέχω άλλο.
Τη σηκώνω, τη γυρίζω και βουτάω ανάμεσα στα μπούτια της. Γλείφω το καυτό της μουνί, τη βασανίζω, τη γεύομαι. Αναστενάζει, βυθίζει τα νύχια της στους ώμους μου.
"Γάμησέ με, μη με βασανίζεις άλλο".
Τη στήνω στα τέσσερα, παίζω με το καυλωμένο μουνί της, τρίβω το πουτσοκέφαλό μου στα χείλη της.
"Έτοιμη;"
"Ναι, γαμιά μου, σκίσε με".
Μια ώθηση.
Όλος μέσα.
Βογγητά, πόνος, καύλα. Το μουνί της σφιχτό, καυτό, στάζει πάνω μου. Τη γαμάω δυνατά, βάναυσα, οι κραυγές της γεμίζουν το δωμάτιο.
"Ανήκεις σε μένα απόψε", της λέω.
"Δικιά σου... κάνε με ό,τι θες..."
Την πετάω ανάσκελα, σηκώνω τα πόδια της στους ώμους μου. Τη γαμάω πιο βαθιά, πιο δυνατά. Το μουνί της σπαρταράει γύρω μου, οι κραυγές της γίνονται άναρθρες.
"Χύσε με!" φωνάζει.
Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Τα αρχίδια μου σφίγγονται, το σπέρμα μου ανεβαίνει σαν πυρωμένη λάβα.
"Χύνω, καριόλα μου!" ουρλιάζω.
"Ναι, γαμιά μου, χύσε με, χύνω κι εγώ!"
Το σπέρμα μου την πλημμυρίζει,. Σπαρταράει, τρέμει, λιώνει στα χέρια μου.
Πέφτουμε, εξαντλημένοι, ιδρωμένοι, παραδομένοι.
Και εκείνη τη νύχτα... δεν έμεινε μόνο σε μία φορά.